Ελληνική Επανάσταση 1821

From OrthodoxWiki
Jump to: navigation, search

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν μια κυρίως εθνική και θρησκευτική επανάσταση που είχε στόχο την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από την εξουσία των Τούρκων και την ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Επανάσταση προετοιμάστηκε στις αρχές του 19ου, αλλά έχει τις καταβολές της σε προγενέστερες εποχές. Η Ελληνική Επανάσταση συνέπεσε χρονικά και σχετίζεται με άλλες επαναστάσεις που έγιναν στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική. Όπως και τα αντίστοιχα κινήματα στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τις βρετανικές αποικίες στη Β. Αμερική, αποσκοπούσε όχι μόνο στην απελευθέρωση του έθνους και τη συγκρότηση ανεξάρτητου εθνικού κράτους, αλλά και στη σύσταση αντιπροσωπευτικής και ευνομούμενης πολιτείας.[1]

Πρίν από την Επανάσταση του 1821 είχαν γίνει και άλλες μικρής έκτασης επαναστάσεις σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, χωρίς όμως επιτυχία. Το 1463 έγινε η πρώτη μετά την άλωση εξέγερση των Πελοποννησίων κατά των Τουρκων, με τη βοήθεια των Ενετών. Αυτή έληξε χωρίς επιτυχία το 1481. Το 1684 έως 1699 έγινε νέα εξέγερση στην Πελοπόννησο πάλι σε συνεργασία με τους Ενετούς. Τότε η Πελοπόννησος πέρασε στην κυριαρχία των Ενετών μέχρι το 1715. Ακολούθησε η λεγόμενη «δεύτερη τουρκοκρατία» στην Πελοπόννησο, έως το 1821. Η τελευταία σημαντική εξέγερση ήταν αυτή του 1770 (Ορλωφικά) που έγινε με την ελπίδα για βοήθεια από τη Ρωσία. Ξεκίνησε με την κάθοδο ρωσικού στόλου στην Πελοπόννησο υπό την ηγεσία των Θεόδωρου και Αλεξίου Ορλώφ και επεκτάθηκε και σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας, την Κρήτη και νησιά του Αιγαίου. Η επανάσταση αυτή έσβησε όταν οι Τούρκοι έστειλαν στην Πελοπόννησο πλήθη μουσουλμάνων Αλβανών οι οποίοι την ερήμωσαν και κατέσφαζαν τους κατοίκους μέχρι το 1779. Έγιναν και άλλες μικρότερες τοπικές ανεπιτυχείς εξεγέρσεις, όπως αυτή του επισκόπου Διονυσίου Φιλοσόφου το 1611 στην Ήπειρο[2], ενώ περιοχές όπως η Μάνη και το Σούλι βρίσκονταν σε συνεχή ανυποταγή και εξέγερση κατά των Τούρκων.

Η Επανάσταση του 1821 προετοιμάστηκε από την Φιλική Εταιρεία, μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από Έλληνες. Στόχος της Εταιρείας ήταν να γίνει η επανάσταση όποτε δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία και με τη βοήθεια της Ρωσίας. Θέλησαν να αναθέσουν την πολιτική ηγεσία της Επανάστασης στον Ιωάννη Καποδίστρια, τότε υπουργό εξωτερικών της Ρωσίας, ο οποίος όμως δεν δέχθηκε διότι έκρινε ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για την επιτυχία της επανάστασης. Ο Καποδίστριας γνώριζε, μεταξύ των άλλων, την αρνητική διάθεση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης έναντι των διαφόρων κινημάτων που έθεταν σε κίνδυνο το υπάρχον status quo. Το 1820 την ηγεσία της Εταιρείας ανέλαβε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, επιφανής Φαναριώτης και τότε αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Η ελπίδα για βοήθεια από τη Ρωσία έδωσε θάρρος και ενθουσιασμό στους Έλληνες που ετοιμάστηκαν για εξέγερση, χωρίς όμως να υπάρχει επαρκής προετοιμασία σε οργάνωση και εξοπλισμό. Ο Υψηλάντης αρχικά είχε το σχέδιο για έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, όπου οι γεωγραφικές και άλλες συνθήκες ήταν οι πιο κατάλληλες. Ως ημέρα έναρξης είχε οριστεί η 25 Μαρτίου 1821, εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, "ως ευαγγελιζομένη την πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους" [3] Ωστόσο, πιεζόμενος από διάφορα γεγονότα ξεκίνησε την εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες τον Φεβρουάριο του 1821, ελπίζοντας στην πρόκληση ενός ρωσο-τουρκικού πολέμου. Εκεί ο πυρήνας των εξεγέρσεων ήταν Έλληνες που ζούσαν στις πόλεις της Βλαχίας και Μολδαβίας. Στις 24 Φεβρουαρίου, ο Υψηλάντης, έχοντας προηγουμένως παραιτηθεί από το ρωσικό στρατό, εκδίδει επαναστατική προκήρυξη με το σύνθημα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ταυτόχρονα απεσταλμένοι της Φιλικής Εταιρείας προετοίμαζαν τις εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, υποσχόμενοι ότι θα τους βοηθήσει ο Τσάρος. Έλληνες εθελοντές από διάφορα μέρη κατατάχθηκαν στον επαναστατικό στρατό. Τελικά δεν προκλήθηκε εξέγερση των Ρουμάνων και άλλων χριστιανών ούτε παρέμβαση της Ρωσίας όπως ήλπιζε ο Υψηλάντης, και η Επανάσταση στη παραδουνάβιες χώρες έσβησε τον Ιούνιο του 1821 μετά την ήττα στο Δραγατσάνι. Προηγουμένως η Επανάσταση είχε καταδικαστεί από τον τσάρο Αλέξανδρο τον Α’ ενώ και η πατριαρχική σύνοδος υπό τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο Ε’ αναγκάστηκε να αφορίσει τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες. Από τις πρώτες μέρες του Μαρτίου, όταν έφτασαν τα νέα για την εξέγερση στη Μολδοβλαχία και για τη σφαγή ορισμένων Τούρκων εμπόρων, άρχισαν αντίποινα κατά των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη. Μουσουλμανικός όχλος και στρατιώτες από την Ασία έκαναν δολοφονίες, απαγωγές, βιασμούς, ληστείες και κάθε είδους βιαιοπραγίες κυρίως κατά των Ελλήνων της Πόλης. [4] [5] Ο ιστορικός Απ. Βακαλόπουλος γράφει: "Είναι αδύνατο να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου τα εγκλήματα του όχλου, ακόμη και τα παλουκώματα, που έγιναν τότε στην Κωνσταντινούπολη ... Θύματα υπήρξαν όχι μόνον χιλιάδες Έλληνες αλλά και πολλοί ξένοι, Γάλλοι, Γερμανοί κλπ" [6] Την 20 Μαρτίου δόθηκε από τον πρωθυπουργό (βεζύρη) Σαλήχ εντολή στον Πατριάρχη να εκδόσει αφορισμό κατά του Υψηλάντη και των επαναστατών. Κάτω από την απειλή γενικής σφαγής, η πατριαρχική σύνοδος, αποτελούμενη από δύο πατριάρχες (τον Κων.πόλεως και τον Ιεροσολύμων), 23 αρχιερείς και 49 λαϊκούς με ηγετική θέση στην ελληνική κοινότητα, αναγκάστηκε να εκδόσει αφορισμό των επανταστατών την 23 Μαρτίου. [7]. Η πρώτη επιστολή αφορισμού δεν κρίθηκε επαρκής από τους Τούρκους και την Παρασκευή 25 Μαρτίου δίνεται εντολή από την Υψηλή Πύλη να εκδοθεί νέα με αυστηρότερο ύφος.

Παρά τον αφορισμό συνεχίστηκαν οι σφαγές και διώξεις των χριστιανών, κυρίως Ελλήνων, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και άλλων περιοχών, ενώ και ο πατριάρχης βασανίστηκε και απαγχονίστηκε την ημέρα του Πάσχα, 10 Απριλίου του 1821 (Παλαιό Ημερολόγιο) επειδή θεωρήθηκε ότι συνεργάστηκε με τους επαναστάτες.

Στην Ελλάδα η θρησκευτική κήρυξη της Επανάστασης έγινε την 25 Μαρτίου 1821 στην Πελοπόννησο όπως είχε σχεδιαστεί.[8][9][10] Είχαν προηγηθεί μικρής έκτασης πολεμικά επεισόδια σε διάφορα μέρη, με κυριώτερο την κατάληψη της πόλης των Καλαβρύτων, και η απελευθέρωση του Αιγίου και της Καλαμάτας χωρίς μάχη. Των επαναστατών ηγούνταν τοπικοί οπλαρχηγοί, προεστοί και ιερωμένοι. Την 25 Μαρτίου το κύριο γεγονός με μεγάλη συμβολική σημασία ήταν η τελετουργική κήρυξη της Επανάστασης στη Μονή Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα από τον επίσκοπο Γερμανό, και το βράδυ της ίδιας μέρας στην Πάτρα από τον ίδιο.[11][12] [13] Μεταξύ 24 και 26 Μαρτίου εκδόθηκαν επίσης και πολιτικές διακηρύξεις της Επανάστασης προς τους αντιπροσώπους των ευρωπαϊκών δυνάμεων από τον Πέτρο Μαυρομιχάλη (γνωστό και ως Πετρόμπεη) και τον Π. Πατρών Γερμανό.

Σχεδόν ταυτόχρονα επαναστάτησε η Στερεά Ελλάδα, τα νησιά Σπέτσες, Ψαρά, Ύδρα, Σάμος και Άνδρος, η Κρήτη, η Θεσσαλία κτλ. Η πρώτη αποφασιστική στρατιωτική νίκη έγινε στο Βαλτέτσι της Πελοποννήσου τις 12-13 Μαΐου 1821. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, μετά από πολιορκία και άρνηση των Τούρκων να παραδώσουν την πόλη, έγινε κατάληψη της Τρίπολης Αρκαδίας που ήταν το διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου. Πολλοί Τούρκοι σφαγιάστηκαν ενώ με τα λάφυρα εξοπλίστηκαν οι έως τότε σχεδόν άοπλοι χωρικοί επαναστάτες. Έτσι εδραιώθηκε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών τήρησαν αρχικά αρνητική στάση έναντι της Επανάστασης, και μάλιστα βρετανικοί παράγοντες βοήθησαν τους Τούρκους στις πρώτες μέρες της εξέγερσης στην Πελοπόννησο. Με την πάροδο μηνών, και ενώ η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πληροφορείτο για τα γεγονότα και κυρίως για τις σφαγές που διέπρατταν οι Τούρκοι σε διάφορες περιοχές (Κων/πολη, Χίος, Ψαρά κτλ) αναπτύχθηκε ένα έντονο φιλελληνικό κίνημα στην Ευρώπη. Μετά την αδυναμία του οθωμανικού στρατού να καταβάλλει την Επανάσταση, το 1824 κλήθηκε αιγυπτιακός στρατός με επικεφαλής τον Ιμπραήμ πασά. Το 1825 αυτός αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και άρχισε μια εκστρατεία γενικής σφαγής και καταστροφής. Το 1826 σημαντικά γεγονότα ήταν η κατάληψη του Μεσολογγίου από ενωμένες δυνάμεις Αιγυπτίων και Οθωμανών, και η νίκη του Γεωργίου Καραϊσκάκη στην Αράχωβα (24 Νοεμβρίου) όπου κατεστράφη ισχυρό στρατιωτικό σώμα Αλβανών. Η θυσία των πολιορκημένων του Μεσολογγίου είχε επίσης σημαντική απήχηση στους Ευρωπαϊκούς λαούς. Υπήρξαν και εσωτερικές έριδες και συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων, κυρίως μεταξύ 183 και 1825, με αίτια τον καταμερισμό των εξουσιών και τοπικιστικές αντιλήψεις. Υπό την πίεση της κοινής γνώμης αλλά και για γεωπολιτικές σκοπιμότητες, τελικά προκλήθηκε ενεργό ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για στήριξη της Επανάστασης. Το 1827, και ενώ η Επανάσταση κινδύνευε να σβήσει, υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που καθόριζε τα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Η συνθήκη προέβλεπε τη δημιουργία ελληνικού κράτους υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, με σύνορα τον Αμβρακικό και τον Παγασητικό Κόλπο. Επίσης προέβλεπε την επέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων, εάν οι δύο εμπόλεμοι δεν δέχονταν τους όρους της σύμβασης. Οι Έλληνες δέχτηκαν τη συνθήκη, αλλά στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ είχε εξαπολύσει εκστρατεία γενοκτονίας ισοπεδώνοντας τις πόλεις και καταστρέφοντας τις γεωργικές καλλιέργειες, ενώ αιγυπτιακός στόλος επιχείρησε να επιτεθεί στην Πάτρα και την Ύδρα. Οι αξιωματικοί του στόλου των μεγάλων δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) που επιτηρούσε την εφαρμογή της συνθήκης, όταν διαπίστωσαν ότι κινδυνεύει με αφανισμό ο πληθυσμός της Πελοποννήσου, επιτέθηκαν κατά του αιγυπτιακού στόλου που βρισκόταν στο λιμάνι του Ναυαρίνου και τον κατέστρεψαν, την 8 Οκτωβρίου 1827. Αυτή η ναυμαχία ήταν αποφασιστική για την έκβαση της Επανάστασης. Την 12 Σεπτεμβρίου 1829 δόθηκε η τελευταία σημαντική μάχη των Ελλήνων κατά των Τούρκων στην Πέτρα της Βοιωτίας. Το 1830 κηρύχθηκε επίσημα η ανεξαρτησία της Ελλάδας με πρωτόκολλο της 22 Ιανουαρίου (παλ. ημερολόγιο) και με την εγγύηση των μεγάλων δυνάμεων. Αυτή ήταν και η αρχή του σύγχρονου ελληνικού κράτους που περιλάμβανε κυρίως την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και ορισμένα νησιά. Στη Βόρειο Ελλάδα και την Κρήτη, παρ’ ότι και εκεί αρχικά κηρύχθηκε η Επανάσταση, δεν μπόρεσε να εδραιωθεί. Τα εδάφη αυτά απελευθερώθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό σταδιακά αργότερα και μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.


Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της Επανάστασης

Η θρησκευτική ταυτότητα ήταν το καθοριστικό στοιχείο που διαφοροποιούσε τους «ραγιάδες» Έλληνες και τους έδινε υπόσταση έναντι της εξουσίας των Τούρκων.[14] Η Επανάσταση, ενώ είχε ως αίτημα την ανάκτηση με πολεμικά μέσα πολύτιμων εγκοσμίων αγαθών όπως της ελευθερίας, της τιμής, της πατρίδος κτλ , επικαλείται για την επιτυχία της τη δύναμη του Θεού, όπως προκύπτει από τις επίσημες διακηρύξεις, τα κείμενα, τα σύμβολα και τις ανεπίσημες καθημερινές πρακτικές.[15] Η επίκληση της Θείας παρέμβασης κατά την έναρξη πολεμικών επιχειρήσεων είναι παλαιά χριστιανική παράδοση που ανάγεται στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες.[16][17] Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και στην τουρκοκρατία από τους νεομάρτυρες, τους αρματωλούς και του κλέφτες.

Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της Επανάστασης εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους. Ένας από αυτούς είναι η τελετουργική εκκλησιαστική κήρυξη μέσα σε ναούς. Ο ιστορικός Ι. Φιλήμων ( 1798-1874), στο έργο του "Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επανάστασης", αναφέρει ότι

«οι ορατοί ιερείς και αρχιερείς, τον Σταυρόν επί κεφαλής φέροντες ως άλλο λάβαρον, ανεπλήρουν την εις τους κινδύνους οδηγούσαν μεγάλην του αοράτου Θεού δύναμιν» και επικαλείται: «Ώ ήθη θρησκευτικα! δι' υμών ενισχυρίσθη η επανάστασις» [18]. Επίσης και ο αγωνιστής Φωτάκος αναφέρει ότι ο κλήρος "εσυμβούλευσε τους αληθείς Χριστιανούς, τους ευλόγησεν, αγίασε τα όπλα των δημοσίως, και ύψωσε την σημαίαν του σταυρού και του Έθνους".[19]

Κατά τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, την 26 ή 28 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο, στο ναό των Τριών Ιεραρχών κατ’ εντολήν του Αλέξανδρου Υψηλάντη έγινε δοξολογία όπου παρίστατο ο ίδιος και οι πολεμιστές του. Ο μητροπολίτης Βενιαμίν του περιέζωσε τελετουργικά το σπαθί και ευλόγησε τη σημαία που έφερε το σύμβολο του Σταυρού. Όλοι ορκίστηκαν ότι θα αγωνιστούν για την ελευθερία της πατρίδας. [20] Στο Βουκουρέστι κηρύχθηκε η εξέγερση την 17 Μαρτίου με περιφορά των σημαιών με το Σταυρό και με τη συνοδεία ιερέων. "[21]

Την 17 Μαρτίου επίσης, εορτή του Αγίου Αλεξίου, πολιούχου των Καλαβρύτων, έγινε στη Μονή Αγίας Λαύρας δοξολογία, ευλογία σημαιών και ορκωμοσία αγωνιστών, από τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό. [22] [23]

Την 23 ή 24 Μαρτίου 1821, μετά την αναίμακτη παράδοση της πόλης της Καλαμάτας στους αγωνιστές υπό τον Π. Μαυρομιχάλη, έγινε έξω από την πόλη μεγάλη πανηγυρική δοξολογία, πριν την αναχώρηση των πολεμιστών για την πολιορκία της Τριπολιτσάς.[24][25]

Την 25 Μαρτίου, που είχε προγραμματιστεί ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης, έγινε πάλι στην Αγία Λαύρα η ιστορική δοξολογία και κήρυξη της Επανάστασης από τον επίσκοπο Γερμανό. Περιγράφεται από αυτόπτες μάρτυρες όπως ο οπλαρχηγός Β. Πετιμεζάς"[26] ο οποίος λέει:

Φθάσαντες εις την Αγίαν Λαύραν οι ως ανωτέρω προύχοντες και ημείς οι τεσσαράκοντα οπλίται την 20 Μαρτίου, εμείναμεν εκεί, ότε την 25ην Μαρτίου του Ευαγγελισμού το πρωΐ ψάλλοντες εις τον Θεόν δοξολογίαν και ορκισθέντες επί του ιερού Ευαγγελίου ή να ελευθερωθώμεν από τους Τούρκους ή να αποθάνωμεν, και υψώσαντες την σημαίαν της Επαναστάσεως ηρχίσαμεν να πυροβολώμεν και να τραγουδούμε τ' άσματα του Ρήγα Φεραίου "Καλύτερα μια ώρα ελεύθερη ζωή παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή".

Επίσης αναφέρεται από τον Αλέξανδρο Δεσποτόπουλο από το Αίγιο, βαπτιστικό του Π.Π. Γερμανού που ήταν παρών στην τελετή:[27]

«Εδώ επάνω, εις τούτον τον Ιερόν λόφον εις τον οποίον ιστάμεθα, ο Αείμνηστος Ιεράρχης Γερμανός, με την αριστεράν κρατών τα πρακτικά της προ μικρού αποτελεσθείσης μυστικής εν Αιγίω συνελεύσεως, και με την δεξιάν χείραν υψώνων την Σημαίαν ταύτην του Σταρού...»</ref>

Από το μεσημέρι της 25 Μαρτίου κατέρχονται από τα γύρω ορεινά προς την Πάτρα οπλαρχηγοί και οπλισμένοι χωρικοί, και το βράδυ εισέρχεται και ο Γερμανός όπου και πάλι ευλογεί τα όπλα υψώνοντας έναν ξύλινο σταυρό μπροστά από το ναό του Αγίου Γεωργίου. [28]


Οι θρησκευτικές τελετές κατά τις πρώτες μέρες της εξέγερσης αρχικά γίνονταν από κληρικούς μέσα σε ναούς ή μοναστήρια ή και στα στρατόπεδα και πεδία των μαχών. Λόγω της μεγάλης σημασίας της παρουσίας της κλήρου, η Α' Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου, με ψήφισμα της 9 Απρ. 1822 θεσμοθέτησε το αξίωμα του στρατιωτικού ιερέα ο οποίος έπρεπε να υπάρχει σε κάθε χιλιαρχία ή τάγμα του τακτικού στρατού.[29]

Το Άγιο Όρος, μείζον πνευματικό και ιδεολογικό κέντρο των ορθοδόξων, εξεγέρθηκε επίσης τον Απρίλιο προς Μάιο του 1821 υπό τον Εμμανουήλ Παππά. Εκατοντάδες μοναχοί, μεταξύ των οποίων και ο Φιλικός Νικηφόρος ο Ιβηρίτης, ο Θεόφιλος ο Βατοπεδινός, ο Ναθαναήλ ο Λαυριώτης, ο Γρηγόριος ο Κουτλουμουσιανός τάχθηκαν υπό τον Παππά.[30] Στα μέσα Απριλίου έγινε συνέλευση των εκπροσώπων των Μονών στη Μονή Εσφιγμένου μετά την οποία προχώρησαν στις Καρυές και συνέλαβαν τον Τούρκο εκπρόσωπο του Σουλτάνου που ήταν αρμόδιος για τη συλλογή των φόρων. Ακολούθησε λειτουργία στο ναό του Πρωτάτου της μονής Κουτλουμουσίου χοροστατούντος του επισκόπου Μαρωνείας Κωνσταντίου, με δεήσεις προς την Θεοτόκο, προστάτιδα του Αγ. Όρους. Την ίδια μέρα αποφασίστηκε η αντικατάσταση της παλαιάς σφραγίδας της Ιεράς Κοινότητος με νέα επαναστατική με το Σταυρό και την επιγραφή "1821 - Σφραγίς της Κοινότητος του Αγίου Όρους".[31][32]

Παραπομπές - Βιβλιογραφία

  1. Ιστορία του Νεώτερου και του Σύγχρονου Κόσμου, από ομάδα συγγραφέων, Βιβλίο για το Λύκειο, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων. Αθήνα. Κεφ. Α’.3. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 – Ένα μήνυμα ελευθερίας για την Ευρώπη.
  2. [ http://www.livepedia.gr/content-providers/periskopio/1632SKYLOSOFOS.pdf Καρκαλέτσης Γ. Σταύρος (ιστορικός), Η επανάσταση του Διονυσίου του «Σκυλοσόφου» 1611. Μια λησμονημένη εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων. Περιοδικό «Ιστορικά Θέματα», τ. 36, 2005]
  3. Σπ. Τρικούπη, Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοση 1860, τόμος Α' σελ. 23.
  4. Φιλήμων I., Δοκίμιον, 1860, τ. Γ', σ. 207-227
  5. Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική επανάστασις. τ. Α', σ. 369 - 381.
  6. Απ. Βακαλόπουλος, τ. Ε', σσ. 499, 500.
  7. Γεωργαντζής Πέτρος, Ο "Αφορισμός" του Αλέξανδου Υψηλάντη. Εκδόσεις "Παρουσία", Καβάλα, 1988, σ. 88-90.
  8. Σπηλιάδη Νικολάου, Απομνημονεύματα, εκδοθέντα υπό Χ.Ν.Φιλαδελφέως, Αθήνα 1851, τομ. Α', σελ. 31.: "... ο Κολοκοτρώνης και οι περί αυτόν, οι οποίοι δεν ήλθον εις την Πελοπόννησον ειμή δια να κινήσωσι την επανάστασιν την 25 μαρτίου, ως ημέραν προσδιωρισμένην να λάβωσι τα όπλα απανταχού οι Έλληνες"
  9. Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, έκδοση "Εστίας", 1901, τόμ. Α', σσ. 47, 48: με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη δια να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως."
  10. Οικονόμου Μιχαήλ, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων αγών. Στο «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ‘21», εκδ. Γ. Τσουκαλάς, τομ. 14, σ. 60: «Και ούτω την ημέραν ταύτην της 25 Μαρτίου 1821 ακριβώς ευρέθησαν άπαντες εις τας επαρχίας εις τας οποίας έκαστος ανήκεν, η σημαία του σταυρού υψώθη συγχρόνως πανταχού, …"
  11. Φ. Πουκεβίλ, Ιστορία της αναγεννήσεως της Ελλάδος, τ. 1, σελ. 42: "6 Απριλίου (25 Μαρτίου με το Παλ. Ημερ/γιο). ... Οι Έλληνες αφικνούνται [στην Πάτρα] εκ των χωρίων. … Αφίκετο ήδη είς ιεροδιάκονος του αρχιεπισκόπου Γερμανού, ο δε μητροπολίτης αναμένεται την εσπέραν.».
  12. [1]
  13. Ο Σπ. Τρικούπης εσφαλμένως τοποθετεί το ίδιο γεγονός στο απόγευμα της 22 Μαρτίου: «Πρώτος μεν εισήλθε περί την μεσημβρίαν ο Παπαδιαμαντόπουλος, μετ’ αυτόν δε ο Λόντος … Εισήλθαν την αυτήν ημέραν και ο Π. Πατρών, ο Κερνίτσης, ο Ζαήμης, και ο Ρούφος, επισύροντες πλήθη οπλοφόρων και ροπαλοφόρων. … Ο δε Π. Πατρών διέταξε και έστησαν επί της πλατείας του αγίου Γεωργίου σταυρόν, όν έτρεχαν και ησπάζοντο οι παρευρεθέντες, ορκιζόμενοι τον υπέρ πίστεως και πατρίδος όρκον.». Σπ. Τρικούπη, Ιστορία, Α’ σ. 50.[2]
  14. Ταμπάκη Άννα, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ρεύματα ιδεών και δίαυλοι επικοινωνίας. Αθήνα, 2004, σ. 37.
  15. Οικονόμοου Ηλίας Β., Κείμενα Πίστεως και Ελευθερίας. Αθήνα, 1985, έκδοση περιοδικού «Εκκλησία», σ. 11.
  16. Κόλια-Δερμιτζάκη Αθηνά, Ο βυζαντινός «ιερός πόλεμος». Η έννοια και η προβολή του θρησκευτικού πολέμου στο Βυζάντιο. Αθήνα, 1991.
  17. Καραπλή Γ. Κατερίνα, Κατευόδωσις στρατού. Η οργάνωση και η ψυχολογική προετοιμασία του βυζαντινού στρατού πριν από τον πόλεμο (610-1081), τόμ. Α' . Έκδοση “Μυρμιδόνες”, Αθήνα, 2010.
  18. Φιλήμων, Ι., Δοκίμιον, 1860, τ. Γ', σσ. ζ' και θ'
  19. Χρυσανθόπουλος Φώτιος (Φωτάκος), Βίοι Πελοποννησίων ανδρών, έκδ. 1888, σ. 292
  20. Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 2η έκδοση, Λονδίνο, 1860, τόμ. Α', σσ. 40-41.
  21. Εφημερίδα “Ελληνικός Τηλέγραφος”, 4 Μαΐου 1821, σελ. 193.
  22. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, 1975, σ. 82
  23. Ανώνυμος, Απαντήσεις και παρατηρήσεις εις το ανωνύμως εκδοθέν αχρονολόγητον φυλλάδιον επωνομαζόμενον «Ιστορικαί Αλήθειαι ή η Πετιμεζαϊκή οικογένεια». Ναύπλιο, 1850, σ. 7.
  24. Φιλήμων I., “Δοκίμιον …», τ. 3, σ. 26.
  25. Σπηλιάδης Ν., Απομνηνονεύματα, Α’ σ. 63.
  26. Φωτόπουλος Θ. Αθανάσιος, ' Αυτοβιογραφία Βασιλείου Πετιμεζά, Πρακτικά του Γ' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Καλαμάτα, 1985, στο περιοδικό "Πελοποννησιακά», Παράρτημα 13, 1987-1988, σσ. 138-156.
  27. http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/8/0/a/metadata-22-0000065.tkl&do=75991.pdf&pageno=1&pagestart=1&width=840&height=595&maxpage=11&lang=el 1-20 Δεσποτόπουλος Αλέξανδρος, Σύντομον πανηγυρικόν λογίδριον εκφωνηθέν εις την 25 Μαρτίου 1821, εν Αγία Λαύρα, Πάτρα, 1861, σ. 10-11.]
  28. Μαυρόγιαννης Διονύσης, Όψεις του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού βίου στην Αχαΐα. «Πελοποννησιακά», τόμ. ΚΘ’, 2007-2008, σελ. 263, από το Ημερολόγιο του Ούγου Πουκεβίλ: "Πάτρα, 6 Απρ/25 Μαρτίου. ... Ώρα 11 το πρωί. Οι επαναστατημένοι Έλληνες επιστρέφουν. Η σημαία του σταυρού υψώθηκε απ' όλες τις μεριές. ... Ο Επίσκοπος θα ρθή το βράδι." Σ. 264. «Ο Π.Π. Γερμανός κατέρχεται από τα Νεζερά και το όρος Παναχαϊκό προς Πάτρα, συνοδευόμενος από 10.000 χωρικούς οπλισμένους με θηρευτικά τουφέκια, σφενδόνες, δρέπανα, μαχαίρια. Στρατοπεδεύουν (το βράδυ της 25 Μαρτίου) έξω από την Πάτρα, μεταξύ μονής Ομπλού και του σημερινού Γλαύκου ποταμού και δειπνούν με ψωμί και κρεμμύδια.»
  29. Κουράκλης Μελέτιος (Αρχιμανδρίτης), Θρησκευτικοί Λειτουργοί στο στράτευμα διά μέσου των αιώνων. Αθήνα, 2010, σσ. 502, 503.
  30. Εγκυκλοπαίδεια "Πάπυρος-Λαρούς", 1963, λήμμα "Άθως", τομ. 1, σ. 794.
  31. Γερομιχαλός Γ. Αθανάσιος, Ο Φιλικός Χαρτοφύλαξ Νικηφόρος ο Ιβηρίτης και η ανέκδοτος αυτού αλληλογραφία, Μακεδονικά, τομ. Η', 1968, σσ 12, 13.
  32. Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ. 3, Αθήναι, 1860), σ. 144.